μαγνήτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαγνήτης | οι | μαγνήτες |
γενική | του | μαγνήτη | των | μαγνητών |
αιτιατική | τον | μαγνήτη | τους | μαγνήτες |
κλητική | μαγνήτη | μαγνήτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαγνήτης < (αρσενικό) (ελληνιστική κοινή) Μαγνήτης (λίθος) < (θηλυκό) αρχαία ελληνική Μαγνῆτις (λίθος) < Μάγνης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαγνήτης αρσενικό
- αρχαία ελληνική το χαρακτηριστικό πέτρωμα της Μαγνησίας της Μικράς Ασίας
- σώμα το οποίο έχει μαγνητικές ιδιότητες. Διακρίνεται σε μόνιμο και προσωρινό
Σύνθετα
επεξεργασία- απομαγνητίζω
- απομαγνήτιση
- απομαγνητισμένος
- απομαγνητισμός
- μαγνητογεννήτρια
- ηλεκτρομαγνήτης
- μαγνητοσκόπηση
- μαγνητοθεραπεία
- μαγνητόμετρο
- μαγνητοχημεία
- μαγνητοθερμικός
- μαγνητόφωνο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαγνήτης
|