Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγνήτιση οι μαγνητίσεις
      γενική της μαγνήτισης* των μαγνητίσεων
    αιτιατική τη μαγνήτιση τις μαγνητίσεις
     κλητική μαγνήτιση μαγνητίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαγνητίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγνήτιση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγνήτιση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία