Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγνητοσκόπηση οι μαγνητοσκοπήσεις
      γενική της μαγνητοσκόπησης* των μαγνητοσκοπήσεων
    αιτιατική τη μαγνητοσκόπηση τις μαγνητοσκοπήσεις
     κλητική μαγνητοσκόπηση μαγνητοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαγνητοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγνητοσκόπηση < μαγνήτης + σκόπησις για να αποδοθεί τότε στην καθαρεύουσα η γαλλική λέξη magnétoscope (η συσκευή) που με τη σειρά της ειχε συντεθεί από το αρχ. ελληνικό Μαγνῆτις και σκοπέω-σκοπῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγνητοσκόπηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία