Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγνητοσκοπώ < μαγνητοσκοπῶ στην καθαρεύουσα < μαγνήτης + σκοπῶ

μαγνητοσκοπώ, πρτ.: μαγνητοσκοπούσα, στ.μέλλ.: θα μαγνητοσκοπήσω, αόρ.: μαγνητοσκόπησα, παθ.φωνή: μαγνητοσκοπούμαι, μτχ.π.π.: μαγνητοσκοπημένος

  • εγγράφω εικόνα σε μαγνητική ταινία, αλλά και γενικά εγγράφω εικόνες με οποιουδήποτε τύπου κάμερα για να τις προβάλλω αργότερα ή γενικά για να τις έχω στη διάθεσή μου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία