κάμερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάμερα | οι | κάμερες |
γενική | της | κάμερας | — | |
αιτιατική | την | κάμερα | τις | κάμερες |
κλητική | κάμερα | κάμερες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- κάμερα < (άμεσο δάνειο) ιταλική camera < λατινική camera (obscura) < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο)[1] < πρωτοϊρανική *kamarā- < *kamárati < πρωτοϊνδοϊρανική *kmárati < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂em- (λυγίζω, καμπυλώνω, κάμπτω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈka.me.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐με‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάμερα θηλυκό
- μηχανική συσκευή λήψης και εγγραφής κινούμενων εικόνων κινηματογράφου
- ηλεκτρονική συσκευή λήψης και εγγραφής κινούμενων εικόνων βίντεο, η βιντεοκάμερα
- (σπανιότερα) η φωτογραφική μηχανή
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κινηματογραφική κάμερα
βιντεοκάμερα
→ δείτε τη λέξη βιντεοκάμερα |
φωτογραφική μηχανή
→ δείτε τη λέξη φωτογραφική μηχανή |
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- κάμερα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμερα, μορφή του κάμαρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάμερα θηλυκό
- άλλη μορφή του κάμαρα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κάμερα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάμερα: τύπος του 10ου/11ου αιώνα < κάμαρα με -με- κατά τη (άμεσο δάνειο) λατινική camera → δείτε τη λέξη κάμαρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάμερα θηλυκό
- άλλη μορφή του κάμαρα
Εκφράσεις
επεξεργασία- κάμερα τῆς Ἀφεντίας (δημόσιο ταμείο)
Παράγωγα
επεξεργασία- καμεροπούλα (υποκοριστικό)