Δείτε επίσης: Κάμερα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάμερα οι κάμερες
      γενική της κάμερας
    αιτιατική την κάμερα τις κάμερες
     κλητική κάμερα κάμερες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάμερα θηλυκό

  1. μηχανική συσκευή λήψης και εγγραφής κινούμενων εικόνων κινηματογράφου
  2. ηλεκτρονική συσκευή λήψης και εγγραφής κινούμενων εικόνων βίντεο, η βιντεοκάμερα
  3. (σπανιότερα) η φωτογραφική μηχανή

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάμερα θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κάμερα: τύπος του 10ου/11ου αιώνα < κάμαρα με -με- κατά τη (άμεσο δάνειο) λατινική camera  δείτε τη λέξη κάμαρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάμερα θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία