Δείτε επίσης: Κάμερα

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάμερα οι κάμερες
      γενική της κάμερας
    αιτιατική την κάμερα τις κάμερες
     κλητική κάμερα κάμερες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.me.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐με‐ρα

  Ετυμολογία 1Επεξεργασία

κάμερα < (άμεσο δάνειο) ιταλική camera < λατινική camera (obscura) < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο) [1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κάμερα θηλυκό

  1. μηχανική συσκευή λήψης και εγγραφής κινούμενων εικόνων κινηματογράφου
  2. ηλεκτρονική συσκευή λήψης και εγγραφής κινούμενων εικόνων βίντεο, η βιντεοκάμερα
  3. (σπανιότερα) η φωτογραφική μηχανή

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Ετυμολογία 2Επεξεργασία

κάμερα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμερα, μορφή του κάμαρα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κάμερα θηλυκό

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κάμερα: τύπος του 10ου/11ου αιώνα < κάμαρα με -με- κατά τη (άμεσο δάνειο) λατινική camera → δείτε τη λέξη κάμαρα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κάμερα θηλυκό

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία