κάμερα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάμερα | οι | κάμερες |
γενική | της | κάμερας | των | καμερών |
αιτιατική | την | κάμερα | τις | κάμερες |
κλητική | κάμερα | κάμερες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κάμερα < ιταλική camera < λατινική camera (obscura) < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.me.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐με‐ρα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κάμερα θηλυκό
- μηχανική συσκευή λήψης και εγγραφής κινούμενων εικόνων κινηματογράφου
- ηλεκτρονική συσκευή λήψης και εγγραφής κινούμενων εικόνων βίντεο, η βιντεοκάμερα
- (σπανιότερα) η φωτογραφική μηχανή
- η κάμαρα ή κάμαρη, το δωμάτιο
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κινηματογραφική κάμερα
βιντεοκάμερα
→ δείτε τη λέξη βιντεοκάμερα |
φωτογραφική μηχανή
→ δείτε τη λέξη φωτογραφική μηχανή |
κάμαρα, δωμάτιο
→ δείτε τη λέξη δωμάτιο |