καμπυλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμπυλώνω < ελληνιστική κοινή καμπυλόομαι / καμπυλοῦμαι + -ώνω < αρχαία ελληνική καμπύλος
Ρήμα
επεξεργασίακαμπυλώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαμπύλωτος
- καμπυλωμένος
- → δείτε τη λέξη καμπύλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καμπυλώνω | καμπύλωνα | θα καμπυλώνω | να καμπυλώνω | καμπυλώνοντας | |
β' ενικ. | καμπυλώνεις | καμπύλωνες | θα καμπυλώνεις | να καμπυλώνεις | καμπύλωνε | |
γ' ενικ. | καμπυλώνει | καμπύλωνε | θα καμπυλώνει | να καμπυλώνει | ||
α' πληθ. | καμπυλώνουμε | καμπυλώναμε | θα καμπυλώνουμε | να καμπυλώνουμε | ||
β' πληθ. | καμπυλώνετε | καμπυλώνατε | θα καμπυλώνετε | να καμπυλώνετε | καμπυλώνετε | |
γ' πληθ. | καμπυλώνουν(ε) | καμπύλωναν καμπυλώναν(ε) |
θα καμπυλώνουν(ε) | να καμπυλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καμπύλωσα | θα καμπυλώσω | να καμπυλώσω | καμπυλώσει | ||
β' ενικ. | καμπύλωσες | θα καμπυλώσεις | να καμπυλώσεις | καμπύλωσε | ||
γ' ενικ. | καμπύλωσε | θα καμπυλώσει | να καμπυλώσει | |||
α' πληθ. | καμπυλώσαμε | θα καμπυλώσουμε | να καμπυλώσουμε | |||
β' πληθ. | καμπυλώσατε | θα καμπυλώσετε | να καμπυλώσετε | καμπυλώστε | ||
γ' πληθ. | καμπύλωσαν καμπυλώσαν(ε) |
θα καμπυλώσουν(ε) | να καμπυλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καμπυλώσει | είχα καμπυλώσει | θα έχω καμπυλώσει | να έχω καμπυλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καμπυλώσει | είχες καμπυλώσει | θα έχεις καμπυλώσει | να έχεις καμπυλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καμπυλώσει | είχε καμπυλώσει | θα έχει καμπυλώσει | να έχει καμπυλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καμπυλώσει | είχαμε καμπυλώσει | θα έχουμε καμπυλώσει | να έχουμε καμπυλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καμπυλώσει | είχατε καμπυλώσει | θα έχετε καμπυλώσει | να έχετε καμπυλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καμπυλώσει | είχαν καμπυλώσει | θα έχουν καμπυλώσει | να έχουν καμπυλώσει |
|