καμπύλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καμπύλος | η | καμπύλη | το | καμπύλο |
γενική | του | καμπύλου | της | καμπύλης | του | καμπύλου |
αιτιατική | τον | καμπύλο | την | καμπύλη | το | καμπύλο |
κλητική | καμπύλε | καμπύλη | καμπύλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καμπύλοι | οι | καμπύλες | τα | καμπύλα |
γενική | των | καμπύλων | των | καμπύλων | των | καμπύλων |
αιτιατική | τους | καμπύλους | τις | καμπύλες | τα | καμπύλα |
κλητική | καμπύλοι | καμπύλες | καμπύλα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καμπύλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καμπύλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kamˈbi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μπύ‐λος
Επίθετο
επεξεργασίακαμπύλος, -η, -ο
- που δεν είναι ευθύγραμμος αλλά κάμπτεται σε διάφορα σημεία και που μεταβάλλει κατεύθυνση χωρίς να σχηματίζει γωνία
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη καμπύλη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη κάμπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καμπύλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαμπύλος, -η, -ον
- καμπύλος
- καμπύλα τόξα ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ), στίχ. 17
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη καμπύλη
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κάμπτω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- καμπύλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καμπύλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.