καμπυλογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμπυλογράφος < καμπύλη + -ο- + -γράφος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική curvigraphe)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμπυλογράφος αρσενικό
- όργανο που το χρησιμοποιούμε για να σχεδιάσουμε διάφορες καμπύλες
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καμπυλογράφος