Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όργανο τα όργανα
      γενική του οργάνου
όργανου
των οργάνων
    αιτιατική το όργανο τα όργανα
     κλητική όργανο όργανα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

όργανο < αρχαία ελληνική ὄργανον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werǵ- (εργάζομαι, δημιουργώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

όργανο ουδέτερο

  1. αυτό που χρησιμεύει στην εκτέλεση μιας εργασίας
  2. (βιολογία) σύνολο ιστών που αποτελούν οργανική ενότητα και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία σε έναν ζωντανό οργανισμό
    το μάτι είναι το όργανο της όρασης'
    η σφαίρα ευτυχώς δεν έπληξε κανένα ζωτικό όργανο του θύματος
  3. (μουσική) αντικείμενο που με τον κατάλληλο χειρισμό μπορεί να παραγάγει μουσικούς φθόγγους
    ξέρει να παίζει πιάνο, αλλά και κιθάρα και άλλα έγχορδα όργανα
  4. το εκκλησιαστικό όργανο
  5. έντυπο που εκδίδεται από ένα κόμμα και εκφράζει τις πολιτικές του απόψεις
    ο "Ριζοσπάστης" είναι όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ
  6. άνθρωπος που δρα κατόπιν εντολών χωρίς δική του πρωτοβουλία
  7. το αστυνομικό όργανο, ένας αστυνομικός

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία