Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οργανωτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
οργανωτ
ής
οι
οργανωτ
ές
γενική
του
οργανωτ
ή
των
οργανωτ
ών
αιτιατική
τον
οργανωτ
ή
τους
οργανωτ
ές
κλητική
οργανωτ
ή
οργανωτ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οργανωτής
<
οργανώνω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οργανωτής
αρσενικό
αυτός που
οργανώνει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οργανωτής
αγγλικά
:
organizer
(en)
γαλλικά
:
organisateur
(fr)