οργανώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οργανώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀργαν(ῶ) / ὀργαν(όω) (κατασκευάζω) + -ώνω, σημασία μεσοπαθητικού τύπου ὀργανούμαι: προετοιμάζομαι,[1] διαμορφώνομαι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική organiser)[2] → δείτε τη λέξη ὄργανον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oɾ.ɣaˈno.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐γα‐νώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαοργανώνω, αόρ.: οργάνωσα, παθ.φωνή: οργανώνομαι, π.αόρ.: οργανώθηκα, μτχ.π.π.: οργανωμένος
- πραγματοποιώ κάτι έχοντας προηγουμένως σκεφτεί πολύ προσεκτικά κι έχοντας φροντίσει να γίνει σωστά
- πληθυντικός Ο Γιάννης οργάνωσε ένα πάρτι στο σπίτι του για τα γενέθλιά του.
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιοργάνωτος
- αναδιοργανωμένος
- αναδιοργανώνω
- αναδιοργάνωση
- αναδιοργανωτής
- αναδιοργανωτικός
- ανοργανωσιά
- ανοργάνωτα
- ανοργάνωτος
- ανοργανωτικός
- αποδιοργανωμένος
- αποδιοργανώνω
- αποδιοργάνωση
- αποδιοργανωτικός
- διοργανωμένος
- διοργανώνω
- διοργάνωση
- διοργανωτικά
- διοργανωτικός
- διοργανωτής
- διοργανώτρια
- μηχανοργάνωση
- οργανωμένα
- οργανωμένος
- οργανωτής
- οργανωτικά
- οργανωτικός
- οργανωμένος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οργανώνω | οργάνωνα | θα οργανώνω | να οργανώνω | οργανώνοντας | |
β' ενικ. | οργανώνεις | οργάνωνες | θα οργανώνεις | να οργανώνεις | οργάνωνε | |
γ' ενικ. | οργανώνει | οργάνωνε | θα οργανώνει | να οργανώνει | ||
α' πληθ. | οργανώνουμε | οργανώναμε | θα οργανώνουμε | να οργανώνουμε | ||
β' πληθ. | οργανώνετε | οργανώνατε | θα οργανώνετε | να οργανώνετε | οργανώνετε | |
γ' πληθ. | οργανώνουν(ε) | οργάνωναν οργανώναν(ε) |
θα οργανώνουν(ε) | να οργανώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οργάνωσα | θα οργανώσω | να οργανώσω | οργανώσει | ||
β' ενικ. | οργάνωσες | θα οργανώσεις | να οργανώσεις | οργάνωσε | ||
γ' ενικ. | οργάνωσε | θα οργανώσει | να οργανώσει | |||
α' πληθ. | οργανώσαμε | θα οργανώσουμε | να οργανώσουμε | |||
β' πληθ. | οργανώσατε | θα οργανώσετε | να οργανώσετε | οργανώστε | ||
γ' πληθ. | οργάνωσαν οργανώσαν(ε) |
θα οργανώσουν(ε) | να οργανώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οργανώσει | είχα οργανώσει | θα έχω οργανώσει | να έχω οργανώσει | ||
β' ενικ. | έχεις οργανώσει | είχες οργανώσει | θα έχεις οργανώσει | να έχεις οργανώσει | ||
γ' ενικ. | έχει οργανώσει | είχε οργανώσει | θα έχει οργανώσει | να έχει οργανώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οργανώσει | είχαμε οργανώσει | θα έχουμε οργανώσει | να έχουμε οργανώσει | ||
β' πληθ. | έχετε οργανώσει | είχατε οργανώσει | θα έχετε οργανώσει | να έχετε οργανώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οργανώσει | είχαν οργανώσει | θα έχουν οργανώσει | να έχουν οργανώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οργανώνομαι | οργανωνόμουν(α) | θα οργανώνομαι | να οργανώνομαι | ||
β' ενικ. | οργανώνεσαι | οργανωνόσουν(α) | θα οργανώνεσαι | να οργανώνεσαι | ||
γ' ενικ. | οργανώνεται | οργανωνόταν(ε) | θα οργανώνεται | να οργανώνεται | ||
α' πληθ. | οργανωνόμαστε | οργανωνόμαστε οργανωνόμασταν |
θα οργανωνόμαστε | να οργανωνόμαστε | ||
β' πληθ. | οργανώνεστε | οργανωνόσαστε οργανωνόσασταν |
θα οργανώνεστε | να οργανώνεστε | (οργανώνεστε) | |
γ' πληθ. | οργανώνονται | οργανώνονταν οργανωνόντουσαν |
θα οργανώνονται | να οργανώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οργανώθηκα | θα οργανωθώ | να οργανωθώ | οργανωθεί | ||
β' ενικ. | οργανώθηκες | θα οργανωθείς | να οργανωθείς | οργανώσου | ||
γ' ενικ. | οργανώθηκε | θα οργανωθεί | να οργανωθεί | |||
α' πληθ. | οργανωθήκαμε | θα οργανωθούμε | να οργανωθούμε | |||
β' πληθ. | οργανωθήκατε | θα οργανωθείτε | να οργανωθείτε | οργανωθείτε | ||
γ' πληθ. | οργανώθηκαν οργανωθήκαν(ε) |
θα οργανωθούν(ε) | να οργανωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω οργανωθεί | είχα οργανωθεί | θα έχω οργανωθεί | να έχω οργανωθεί | οργανωμένος | |
β' ενικ. | έχεις οργανωθεί | είχες οργανωθεί | θα έχεις οργανωθεί | να έχεις οργανωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει οργανωθεί | είχε οργανωθεί | θα έχει οργανωθεί | να έχει οργανωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε οργανωθεί | είχαμε οργανωθεί | θα έχουμε οργανωθεί | να έχουμε οργανωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε οργανωθεί | είχατε οργανωθεί | θα έχετε οργανωθεί | να έχετε οργανωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν οργανωθεί | είχαν οργανωθεί | θα έχουν οργανωθεί | να έχουν οργανωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι οργανωμένος - είμαστε, είστε, είναι οργανωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν οργανωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν οργανωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι οργανωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι οργανωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι οργανωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι οργανωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία οργανώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ οργανώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας}}