διοργανώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διοργανώνω < μεσαιωνική ελληνική διοργανόω / διοργανῶ < (ελληνιστική κοινή) διοργανόομαι / διοργανοῦμαι < ὀργανόω / ὀργανῶ < αρχαία ελληνική ὄργανον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werǵ- (εργάζομαι, δημιουργώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.oɾ.ɣaˈno.no/
Ρήμα
επεξεργασίαδιοργανώνω (παθητική φωνή: διοργανώνομαι)
- προετοιμάζω με τρόπο συστηματικό και φροντίζω να διεξαχθεί μία εκδήλωση ή, γενικά, κάποια δραστηριότητα
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιοργάνωτος
- αναδιοργανωμένος
- αναδιοργανώνω
- αναδιοργάνωση
- αναδιοργανωτής
- αναδιοργανωτικός
- αναδιοργάνωτος
- αποδιοργανωμένος
- αποδιοργανώνω
- αποδιοργάνωση
- αποδιοργανωτικός
- διοργάνωση
- διοργανωτής
- διοργανωτικά
- διοργανωτικός
- διοργανώτρια
- → δείτε τις λέξεις οργανώνω, όργανο και έργο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διοργανώνω | διοργάνωνα | θα διοργανώνω | να διοργανώνω | διοργανώνοντας | |
β' ενικ. | διοργανώνεις | διοργάνωνες | θα διοργανώνεις | να διοργανώνεις | διοργάνωνε | |
γ' ενικ. | διοργανώνει | διοργάνωνε | θα διοργανώνει | να διοργανώνει | ||
α' πληθ. | διοργανώνουμε | διοργανώναμε | θα διοργανώνουμε | να διοργανώνουμε | ||
β' πληθ. | διοργανώνετε | διοργανώνατε | θα διοργανώνετε | να διοργανώνετε | διοργανώνετε | |
γ' πληθ. | διοργανώνουν(ε) | διοργάνωναν διοργανώναν(ε) |
θα διοργανώνουν(ε) | να διοργανώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διοργάνωσα | θα διοργανώσω | να διοργανώσω | διοργανώσει | ||
β' ενικ. | διοργάνωσες | θα διοργανώσεις | να διοργανώσεις | διοργάνωσε | ||
γ' ενικ. | διοργάνωσε | θα διοργανώσει | να διοργανώσει | |||
α' πληθ. | διοργανώσαμε | θα διοργανώσουμε | να διοργανώσουμε | |||
β' πληθ. | διοργανώσατε | θα διοργανώσετε | να διοργανώσετε | διοργανώστε | ||
γ' πληθ. | διοργάνωσαν διοργανώσαν(ε) |
θα διοργανώσουν(ε) | να διοργανώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διοργανώσει | είχα διοργανώσει | θα έχω διοργανώσει | να έχω διοργανώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διοργανώσει | είχες διοργανώσει | θα έχεις διοργανώσει | να έχεις διοργανώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διοργανώσει | είχε διοργανώσει | θα έχει διοργανώσει | να έχει διοργανώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διοργανώσει | είχαμε διοργανώσει | θα έχουμε διοργανώσει | να έχουμε διοργανώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διοργανώσει | είχατε διοργανώσει | θα έχετε διοργανώσει | να έχετε διοργανώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διοργανώσει | είχαν διοργανώσει | θα έχουν διοργανώσει | να έχουν διοργανώσει |
|