διοργανωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διοργανωτής < διοργανώνω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διοργανωτής αρσενικό (θηλυκό διοργανώτρια)
- αυτός που είναι υπεύθυνος για να διοργανώσει μια εκδήλωση ή, γενικά, κάποια δραστηριότητα