organizer
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
organizer | organizers |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
organizer (en)
- ο οργανωτής/η οργανώτρια, ο διοργανωτής/η διοργανώτρια
- ατζέντα
ενικός | πληθυντικός |
organizer | organizers |
organizer (en)