ενεστώτας organize
γ΄ ενικό ενεστώτα organizes
αόριστος organized
παθητική μετοχή organized
ενεργητική μετοχή organizing

organize (en)

  1. (μεταβατικό) οργανώνω, διοργανώνω, ρυθμίζω, καθορίζω, κάνω όλες τις ρυθμίσεις για να γίνει κάτι
    ⮡  I organize a demonstration.
    Οργανώνω μια διαδήλωση.
    ⮡  I am organizing a meeting.
    Διοργανώνω μια συγκέντρωση.
    ⮡  I want to see him — can you organize it?
    Θέλω να τον δω — μπορείς να το ρυθμίσεις;
    ⮡  Nothing is organized yet.
    Τίποτα δεν είναι καθορισμένο ακόμα.
     συνώνυμα:  arrange, plan, schedule, set up και slate
  2. (μεταβατικό) οργανώνω, τακτοποιώ κάτι ή τα μέρη κάτι σε μια συγκεκριμένη σειρά ή δομή
    ⮡  I am organizing my work.
    Οργανώνω τη δουλειά μου.
    ⮡  I am organizing my life/my affairs.
    Τακτοποιώ τη ζωή μου/τις υποθέσεις μου.

Άλλες γραφές

επεξεργασία