organize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | organize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | organizes |
αόριστος | organized |
παθητική μετοχή | organized |
ενεργητική μετοχή | organizing |
Ρήμα
επεξεργασίαorganize (en)
- (μεταβατικό) οργανώνω, διοργανώνω, ρυθμίζω, καθορίζω, κάνω όλες τις ρυθμίσεις για να γίνει κάτι
- ⮡ I organize a demonstration.
- Οργανώνω μια διαδήλωση.
- ⮡ I am organizing a meeting.
- Διοργανώνω μια συγκέντρωση.
- ⮡ I want to see him — can you organize it?
- Θέλω να τον δω — μπορείς να το ρυθμίσεις;
- ⮡ Nothing is organized yet.
- Τίποτα δεν είναι καθορισμένο ακόμα.
- ≈ συνώνυμα: arrange, plan, schedule, set up και slate
- ⮡ I organize a demonstration.
- (μεταβατικό) οργανώνω, τακτοποιώ κάτι ή τα μέρη κάτι σε μια συγκεκριμένη σειρά ή δομή
- ⮡ I am organizing my work.
- Οργανώνω τη δουλειά μου.
- ⮡ I am organizing my life/my affairs.
- Τακτοποιώ τη ζωή μου/τις υποθέσεις μου.
- ⮡ I am organizing my work.
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- organize - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 240, 629. ISBN 9780194325684., λήμμα: διοργανώνω, οργανώνω