organise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | organise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | organises |
αόριστος | organised |
παθητική μετοχή | organised |
ενεργητική μετοχή | organising |
Ρήμα
επεξεργασίαorganise (en)
ενεστώτας | organise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | organises |
αόριστος | organised |
παθητική μετοχή | organised |
ενεργητική μετοχή | organising |
organise (en)