Ετυμολογία

επεξεργασία

schedule < παλαιά γαλλική cedule < υστερολατινική schedula < λατινική scheda < αρχαία ελληνική σχέδη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
schedule schedules

schedule (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας schedule
γ΄ ενικό ενεστώτα schedules
αόριστος scheduled
παθητική μετοχή scheduled
ενεργητική μετοχή scheduling

schedule (en)

  • προγραμματίζω κάτι για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή
    ⮡  Have you scheduled anything for tomorrow?
    Έχετε προγραμματήσει τίποτα γι' αύριο.
    ⮡  The broadcast was scheduled for Sunday.
    Η εκπομπή ήταν προγραμματισμένη για την Κυριακή.
    ⮡  He was scheduled to arrive/to speak at noon.
    Ήταν προγραμματισμένο να φτάσει/να μιλήσει το μεσημέρι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη organize

Παράγωγα

επεξεργασία