Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
schedule schedules

schedule (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πρόγραμμα, το χρονοδιάγραμμα, σχέδιο που παραθέτει όλη τη δουλειά που πρέπει να κάνω και πότε πρέπει να κάνω κάθε πράγμα
    παράδειγμα  The Louvre is not included in the schedule.
    Το Λούβρο δεν περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα.
    παράδειγμα  This is not my ideal sleep schedule.
    Αυτό δεν είναι το ιδανικό μου πρόγραμμα ύπνου.
    παράδειγμα  Based on the schedule, a review should happen every year.
    Με βάση το χρονοδιάγραμμα θα πρέπει κάθε χρόνο να γίνεται απολογισμός.
    παράδειγμα  We are behind schedule.
    Έχουμε καθυστερήσει.
    παράδειγμα  The train arrived on schedule.
    Το τρένο έφτασε στην ώρα του.
    παράδειγμα  Everything went off according to schedule.
    Όλα έγιναν όπως είχαν προγραμματιστεί.
  2. το πρόγραμμα, διάγραμμα που δείχνει τις ώρες κατά τις οποίες αναχωρούν και φτάνουν τα τρένα, τα λεωφορεία και τα αεροπλάνα
    παράδειγμα  He checked the flight schedules for the day.
    Κοίταξε τα προγράμματα πτήσεων για την ημέρα.
  3. το πρόγραμμα, διάγραμμα ή σχέδιο των μαθημάτων που έχει ένας μαθητής ή δάσκαλος στο σχολείο κάθε εβδομάδα
    παράδειγμα  What's your schedule like next semester?
    Πώς είναι το πρόγραμμα σου το επόμενο εξάμηνο;
  4. το πρόγραμμα, λίστα με τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα που είναι σε ένα συγκεκριμένο κανάλι και τις ώρες που ξεκινούν
    παράδειγμα  There were changes in the radio/TV schedule.
    Είχαν αλλαγές στο ραδιοφωνικό/τηλεοπτικό πρόγραμμα.
  5. ο πίνακας, γραπτή λίστα πραγμάτων, για παράδειγμα τιμές ή συνθήκες
    παράδειγμα  tax schedules - πίνακες φορολογίας
ενεστώτας schedule
γ΄ ενικό ενεστώτα schedules
αόριστος scheduled
παθητική μετοχή scheduled
ενεργητική μετοχή scheduling

schedule (en)

  • προγραμματίζω κάτι για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή
    παράδειγμα  Have you scheduled anything for tomorrow?
    Έχετε προγραμματήσει τίποτα γι' αύριο.
    παράδειγμα  The broadcast was scheduled for Sunday.
    Η εκπομπή ήταν προγραμματισμένη για την Κυριακή.
    παράδειγμα  He was scheduled to arrive/to speak at noon.
    Ήταν προγραμματισμένο να φτάσει/να μιλήσει το μεσημέρι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη organize

Παράγωγα

επεξεργασία