schedule
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
schedule < παλαιά γαλλική cedule < υστερολατινική schedula < λατινική scheda < αρχαία ελληνική σχέδη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
schedule | schedules |
schedule (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πρόγραμμα, το χρονοδιάγραμμα, σχέδιο που παραθέτει όλη τη δουλειά που πρέπει να κάνω και πότε πρέπει να κάνω κάθε πράγμα
- ⮡ The Louvre is not included in the schedule.
- Το Λούβρο δεν περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα.
- ⮡ This is not my ideal sleep schedule.
- Αυτό δεν είναι το ιδανικό μου πρόγραμμα ύπνου.
- ⮡ Based on the schedule, a review should happen every year.
- Με βάση το χρονοδιάγραμμα θα πρέπει κάθε χρόνο να γίνεται απολογισμός.
- ⮡ We are behind schedule.
- Έχουμε καθυστερήσει.
- ⮡ The train arrived on schedule.
- Το τρένο έφτασε στην ώρα του.
- ⮡ Everything went off according to schedule.
- Όλα έγιναν όπως είχαν προγραμματιστεί.
- ⮡ The Louvre is not included in the schedule.
- το πρόγραμμα, διάγραμμα που δείχνει τις ώρες κατά τις οποίες αναχωρούν και φτάνουν τα τρένα, τα λεωφορεία και τα αεροπλάνα
- ⮡ He checked the flight schedules for the day.
- Κοίταξε τα προγράμματα πτήσεων για την ημέρα.
- ⮡ He checked the flight schedules for the day.
- το πρόγραμμα, διάγραμμα ή σχέδιο των μαθημάτων που έχει ένας μαθητής ή δάσκαλος στο σχολείο κάθε εβδομάδα
- ⮡ What's your schedule like next semester?
- Πώς είναι το πρόγραμμα σου το επόμενο εξάμηνο;
- ⮡ What's your schedule like next semester?
- το πρόγραμμα, λίστα με τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα που είναι σε ένα συγκεκριμένο κανάλι και τις ώρες που ξεκινούν
- ⮡ There were changes in the radio/TV schedule.
- Είχαν αλλαγές στο ραδιοφωνικό/τηλεοπτικό πρόγραμμα.
- ⮡ There were changes in the radio/TV schedule.
- ο πίνακας, γραπτή λίστα πραγμάτων, για παράδειγμα τιμές ή συνθήκες
- ⮡ tax schedules - πίνακες φορολογίας
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | schedule |
γ΄ ενικό ενεστώτα | schedules |
αόριστος | scheduled |
παθητική μετοχή | scheduled |
ενεργητική μετοχή | scheduling |
schedule (en)
- προγραμματίζω κάτι για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή
- ⮡ Have you scheduled anything for tomorrow?
- Έχετε προγραμματήσει τίποτα γι' αύριο.
- ⮡ The broadcast was scheduled for Sunday.
- Η εκπομπή ήταν προγραμματισμένη για την Κυριακή.
- ⮡ He was scheduled to arrive/to speak at noon.
- ⮡ Have you scheduled anything for tomorrow?