reschedule
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | reschedule |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reschedules |
αόριστος | rescheduled |
παθητική μετοχή | rescheduled |
ενεργητική μετοχή | rescheduling |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαreschedule (en)
- επαναπρογραμματίζω, αναπρογραμματίζω, προγραμματίζω εκ νέου, αλλάζω την ώρα που έχει προγραμματιστεί κάτι, ειδικά για να γίνει αργότερα
- ⮡ Can I reschedule my appointment?
- Μπορώ να επαναπρογραμματίσω το ραντεβού μου;
- ⮡ Can I reschedule my appointment?