ενεστώτας reschedule
γ΄ ενικό ενεστώτα reschedules
αόριστος rescheduled
παθητική μετοχή rescheduled
ενεργητική μετοχή rescheduling

  Ετυμολογία

επεξεργασία
reschedule < re- + schedule

reschedule (en)