organized
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | organized |
συγκριτικός | more organized |
υπερθετικός | most organized |
organized (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) οργανωμένος, που συνεπάγεται μεγάλο αριθμό ατόμων που εργάζονται μαζί για να κάνουν κάτι με τρόπο που έχει σχεδιαστεί προσεκτικά
- ⮡ organized workers - οργανωμένοι εργάτες
- ⮡ organized crime - οργανωμένο έγκλημα
- οργανωμένος, που σχεδιάζεται καλά ή με τον τρόπο που αναφέρθηκε
- ⮡ an organized trip - οργανωμένη εκδρομή
- οργανωμένος, για ένα άτομο που μπορεί να προγραμματίσει τη δουλειά του, τη ζωή του κτλ. με αποτελεσματικό τρόπο.
- ⮡ He is a well-organized person.
- Είναι πολύ οργανωμένος άνθρωπος.
- ⮡ We are not still organized at work/at home.
- Δεν είμαστε ακόμα οργανωμένοι στη δουλειά/στο σπίτι.
- ⮡ He is a well-organized person.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαorganized (en)