καθορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθορίζω < ελληνιστική κοινή καθορίζω < αρχαία ελληνική κατά + ὁρίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déterminer)
Ρήμα
επεξεργασίακαθορίζω (παθητική φωνή: καθορίζομαι)
- ορίζω, προσδιορίζω με ακρίβεια, συχνά κατά τρόπο επίσημο και οριστικό
- Οι δύο συναρμόδιοι υπουργοί συσκέφτηκαν για να καθορίσουν το ύψος του πλαφόν για τα καύσιμα.
- αποτελώ πολύ σημαντικό χαρακτήρα για την πορεία και την τελική μορφή που αποκτά κάτι
- οι σκληρές συνθήκες της παιδικής του ηλικίας καθόρισαν το χαρακτήρα του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθορίζω | καθόριζα | θα καθορίζω | να καθορίζω | καθορίζοντας | |
β' ενικ. | καθορίζεις | καθόριζες | θα καθορίζεις | να καθορίζεις | καθόριζε | |
γ' ενικ. | καθορίζει | καθόριζε | θα καθορίζει | να καθορίζει | ||
α' πληθ. | καθορίζουμε | καθορίζαμε | θα καθορίζουμε | να καθορίζουμε | ||
β' πληθ. | καθορίζετε | καθορίζατε | θα καθορίζετε | να καθορίζετε | καθορίζετε | |
γ' πληθ. | καθορίζουν(ε) | καθόριζαν καθορίζαν(ε) |
θα καθορίζουν(ε) | να καθορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθόρισα | θα καθορίσω | να καθορίσω | καθορίσει | ||
β' ενικ. | καθόρισες | θα καθορίσεις | να καθορίσεις | καθόρισε | ||
γ' ενικ. | καθόρισε | θα καθορίσει | να καθορίσει | |||
α' πληθ. | καθορίσαμε | θα καθορίσουμε | να καθορίσουμε | |||
β' πληθ. | καθορίσατε | θα καθορίσετε | να καθορίσετε | καθορίστε | ||
γ' πληθ. | καθόρισαν καθορίσαν(ε) |
θα καθορίσουν(ε) | να καθορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καθορίσει | είχα καθορίσει | θα έχω καθορίσει | να έχω καθορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καθορίσει | είχες καθορίσει | θα έχεις καθορίσει | να έχεις καθορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καθορίσει | είχε καθορίσει | θα έχει καθορίσει | να έχει καθορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καθορίσει | είχαμε καθορίσει | θα έχουμε καθορίσει | να έχουμε καθορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καθορίσει | είχατε καθορίσει | θα έχετε καθορίσει | να έχετε καθορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καθορίσει | είχαν καθορίσει | θα έχουν καθορίσει | να έχουν καθορίσει |
|