Δείτε επίσης: προορίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσδιορίζω < αρχαία ελληνική προσδιορίζω < πρός + διορίζω < διά + ὁρίζω < ὅρος

προσδιορίζω (παθητική φωνή : προσδιορίζομαι)

  1. καθορίζω, ορίζω κάτι με ακρίβεια, χωρίς να αφήνω περιθώρια ασαφειών
  2. (γραμματική) συμπληρώνω, καθορίζω ή διευκρινίζω κάποιον όρο μιας πρότασης ή ολόκληρη την πρόταση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία