Ετυμολογία

επεξεργασία
διορίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διορίζω< < διά + ὁρίζω
(ανάθεση καθηκόντων) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική désigner[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.oˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ο‐ρί‐ζω

διορίζω (παθητική φωνή: διορίζομαι)

  1. προσλαμβάνω κάποιον ως υπάλληλο
  2. (κατ’ επέκταση) αναθέτω σε υπάλληλο κάποια καθήκοντα σε συγκεκριμένο πόστο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία