ενεστώτας appoint
γ΄ ενικό ενεστώτα appoints
αόριστος appointed
παθητική μετοχή appointed
ενεργητική μετοχή appointing

appoint (en)

  1. διορίζω, επιλέγω κάποιον για μια δουλειά ή κάποια ευθύνη
    ⮡  They appointed him director.
    Τον διόρισαν διευθυντή.
    ⮡  She was appointed to the vacant post.
    Διορίστηκε στην κενή θέση.
    ⮡  The President appointed him chief advisor/Secretary of State.
    Ο Πρόεδρος τον διόρισε πρώτο σύμβουλό του/Υπουργό Εξωτερικών.
     συνώνυμα:  designate, name και nominate
  2. (επίσημο) ορίζω, αποφασίζω τον χρόνο ή τον τόπο για να κάνω κάτι
    ⮡  on the appointed day - την ορισμένη μέρα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine

Συγγενικά

επεξεργασία