ενικός         πληθυντικός  
appointment appointments

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

appointment (en)

  1. το ραντεβού
    ⮡  doctor’s appointment - ιατρικό ραντεβού
    ⮡  I have an appointment at ten.
    Έχω ραντεβού στις δέκα.
    ⮡  When would you like to book an appointment (for)?
    Πότε θα ήθελες να κλείσουμε ένα ραντεβού;
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο διορισμός, η ανάδειξη
    ⮡  his appointment to the UN - ο διορισμός του στον ΟΗΕ
    ⮡  His appointment to the position of director is certain.
    Ο διορισμός του στη θέση του διευθυντή είναι βέβαιος.
     συνώνυμα: nomination, assignment

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη appoint