name
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
name | names |
name (en)
- το όνομα, η λέξη με την οποία αποκαλείται ένας άνθρωπος, ή ζώο ή ένας τόπος
- ⮡ full name/first and last name - όνομα και επώνυμο
- ⮡ What is your name?
- Ποιο είναι το όνομά σας;/Πώς σε λένε;/Πώς σας λένε;
- ⮡ What is his/her name?
- Πώς τον/την λένε;
- ⮡ a movie based on Zola’s novel of the same name - ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζόλα
- (συνήθως ενικός) το όνομα, η καλή ή κακή φήμη
- ⮡ I’m making a name for myself.
- Δημιουργώ/κάνω όνομα.
- ⮡ He dragged his name through the mud.
- Κατέστρεψε τη φήμη του.
- ⮡ I’m making a name for myself.
- το όνομα, διάσημο πρόσωπο
- ⮡ The biggest names in film were recruited for the shooting of the movie.
- Για το γύρισμα της ταινίας επιστρατεύθηκαν τα μεγαλύτερα ονόματα του κινηματογράφου.
- ⮡ The biggest names in film were recruited for the shooting of the movie.
- (πληροφορική) αναγνωριστικό, το όνομα μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ. (βλ. identifier)
- ⮡ A name is a label that is used to distinguish one thing from another.
- Το όνομα είναι μια ετικέτα που χρησιμοποιείται για να ξεχωρίσει το ένα πράγμα από το άλλο.
- ⮡ A name is a label that is used to distinguish one thing from another.
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | name |
γ΄ ενικό ενεστώτα | names |
αόριστος | named |
παθητική μετοχή | named |
ενεργητική μετοχή | naming |
name (en)
- ονομάζω, βγάζω
- κατονομάζω, αναφέρω, λέω το όνομα κάποιου ή κάτι
- ορίζω, δηλώνω κάτι ακριβώς
- διορίζω, επιλέγω κάποιον για δουλειά ή κάποια ευθύνη
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- name (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- name (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 60, 161-162, 240, 632. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναφέρω, βγάζω, διορίζω, ορίζω