αναγνωριστικό
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
αναγνωριστικό
- αναγνωριστικός, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του αναγνωριστικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναγνωριστικό ουδέτερο
- (προγραμματισμός) identifier: το όνομα που ταυτοποιεί (διότι είναι μοναδικό) μία οντότητα σε ένα πρόγραμμα, όπως είναι τα ονόματα που δίδονται σε μεταβλητές, τύπους δεδομένων, συναρτήσεις, κλάσεις και μπορεί να δημιουργηθεί από τον χρήστη ή να προϋπάρχει ενσωματωμένο (δεσμευμένο αναγνωριστικό) στη γλώσσα προγραμματισμού
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πληροφορική