γλώσσα προγραμματισμού
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις γλώσσα και προγραμματισμός, μετάφραση του αγγλικού όρου programming language
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
γλώσσα προγραμματισμού
- (προγραμματισμός) τεχνητή γλώσσα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο μιας μηχανής, συνήθως ενός υπολογιστή.