προγραμματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προγραμματισμός < προγραμματίζω < αρχαία ελληνικήπρόγραμμα < προγράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρογραμματισμός αρσενικό
- καταγραφή και προκαθορισμός μιας σειράς μελλοντικών ενεργειών για επίτευξη αντικειμενικού σκοπού
- (προγραμματισμός) η σύνταξη ενός προγράμματος μέσω μιας γλώσσας προγραμματισμού (βλ. και προγραμματισμός υπολογιστών)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προγραμματισμός