ζεύγμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζεύγμα | τα | ζεύγματα |
γενική | του | ζεύγματος | των | ζευγμάτων |
αιτιατική | το | ζεύγμα | τα | ζεύγματα |
κλητική | ζεύγμα | ζεύγματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζεύγμα < το μέσο που χρησιμοποιείται για την σύνδεση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζεύγμα ουδέτερο
- στη ρητορική, σχήμα λόγου που συνίσταται στη μη επανάληψη μιας λέξης (ή ομάδας λέξεων), όταν μπορεί εύκολα κανείς να την (τις) καταλάβει χάρη στην προηγούμενη πρόταση