Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

zeugme < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
zeugme zeugmes

zeugme (fr), zeugma αρσενικό