αποβάθρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποβάθρα < αρχαία ελληνική ἀποβάθρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποβάθρα θηλυκό
- ειδικά διαμορφωμένος χώρος σε λιμάνια και σιδηροδρομικούς σταθμούς ώστε σε αυτόν να γίνεται πιο εύκολα η αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών του συγκεκριμένου μέσου μεταφοράς, καθώς και η φόρτωση -εκφόρτωση εμπορευμάτων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποβάθρα