φόρτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φόρτωση | οι | φορτώσεις |
γενική | της | φόρτωσης* | των | φορτώσεων |
αιτιατική | τη | φόρτωση | τις | φορτώσεις |
κλητική | φόρτωση | φορτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φορτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φόρτωση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φόρτω(σις) + -ση < (φορτώ(νω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφόρτωση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του φορτώνω, η φόρτωση εμπορευμάτων
- (πληροφορική) η μετακίνηση αρχείων από τον υπολογιστή ενός χρήστη προς έναν κεντρικό διακομιστή
Συγγενικά
επεξεργασία- εκφόρτωση
- μεταφόρτωση
- φορτοεκφόρτωση
- → και δείτε τη λέξη φορτώνω