εκφόρτωση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκφόρτωση | οι | εκφορτώσεις |
γενική | της | εκφόρτωσης* | των | εκφορτώσεων |
αιτιατική | την | εκφόρτωση | τις | εκφορτώσεις |
κλητική | εκφόρτωση | εκφορτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφορτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εκφόρτωση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκφορτώνω
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εκφόρτωση
|