ξεφόρτωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ξεφόρτωμα < ξεφορτώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεφόρτωμα ουδέτερο
- η εκφόρτωση αντικειμένων, η μετακίνηση στο έδαφος ενός βάρους ή συσκευασίας ή γενικά φορτίων από το μεταφορικό μέσο στο οποίο βρίσκονται
- (κατ’ επέκταση) η απαλλαγή από υλικό βάρος ή κάτι ανεπιθύμητο