Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεφόρτωμα τα ξεφορτώματα
      γενική του ξεφορτώματος των ξεφορτωμάτων
    αιτιατική το ξεφόρτωμα τα ξεφορτώματα
     κλητική ξεφόρτωμα ξεφορτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφόρτωμα < ξεφορτώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεφόρτωμα ουδέτερο

  1. η εκφόρτωση αντικειμένων, η μετακίνηση στο έδαφος ενός βάρους ή συσκευασίας ή γενικά [[[φορτίο|φορτίων]] από το μεταφορικό μέσο στο οποίο βρίσκονται
  2. (κατ’ επέκταση) η απαλλαγή από υλικό βάρος ή κάτι ανεπιθύμητο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία