Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαλλαγή οι απαλλαγές
      γενική της απαλλαγής των απαλλαγών
    αιτιατική την απαλλαγή τις απαλλαγές
     κλητική απαλλαγή απαλλαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαλλαγή < αρχαία ελληνική ἀπαλλαγή < ἀπαλλάσσω < ἀλλάσσω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂élyos

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απαλλαγή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία