αθώωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθώωση | οι | αθωώσεις |
γενική | της | αθώωσης* | των | αθωώσεων |
αιτιατική | την | αθώωση | τις | αθωώσεις |
κλητική | αθώωση | αθωώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αθωώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αθώωση < αθωώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααθώωση θηλυκό
- δικαστική απόφαση στην οποία αποφασίζεται ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος
- απαλλαγή από την ευθύνη για κάποιο σοβαρό λάθος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αθώωση