Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αθωωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αθωωμέν
ος
η
αθωωμέν
η
το
αθωωμέν
ο
γενική
του
αθωωμέν
ου
της
αθωωμέν
ης
του
αθωωμέν
ου
αιτιατική
τον
αθωωμέν
ο
την
αθωωμέν
η
το
αθωωμέν
ο
κλητική
αθωωμέν
ε
αθωωμέν
η
αθωωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αθωωμέν
οι
οι
αθωωμέν
ες
τα
αθωωμέν
α
γενική
των
αθωωμέν
ων
των
αθωωμέν
ων
των
αθωωμέν
ων
αιτιατική
τους
αθωωμέν
ους
τις
αθωωμέν
ες
τα
αθωωμέν
α
κλητική
αθωωμέν
οι
αθωωμέν
ες
αθωωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αθωωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αθωώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αθωωμένος, -η, -ο
που έχει
αθωωθεί
, που δεν θεωρείται πια
ένοχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθωωμένος
γαλλικά
:
innocenté
(fr)