innocenté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | innocenté | innocentés |
θηλυκό | innocentée | innocentées |
Επίθετο
επεξεργασίαinnocenté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | innocenté | innocentés |
θηλυκό | innocentée | innocentées |
innocenté (fr)