Δείτε επίσης: ἔνοχος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.no.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐νο‐χος

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ένοχος η ένοχη το ένοχο
      γενική του ένοχου της ένοχης του ένοχου
    αιτιατική τον ένοχο την ένοχη το ένοχο
     κλητική ένοχε ένοχη ένοχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ένοχοι οι ένοχες τα ένοχα
      γενική των ένοχων των ένοχων των ένοχων
    αιτιατική τους ένοχους τις ένοχες τα ένοχα
     κλητική ένοχοι ένοχες ένοχα
Δείτε και την κλίση του ουσισαστικού ένοχος.
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
ένοχος < αρχαία ελληνική ἔνοχος

  Επίθετο

επεξεργασία

ένοχος, -η, -ο

  1. (και ως ουσιαστικό) που καταδικάζεται ως ο δράστης παράνομης πράξης, που θεωρείται ότι ενέχεται σε παράνομη ενέργεια
    το δικαστήριο έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο
    • που νιώθει συναισθήματα ενοχής, που κατακρίνει τον εαυτό του για μια πράξη του
  2. ενδεικτικός ενοχής
    ένοχο βλέμμα
  3. που προκαλεί σε κάποιον συναισθήματα ενοχής ή μπορεί να τον καταδικάσει στη συνείδηση των άλλων, ντροπιαστικός
    ένοχο μυστικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ένοχος οι ένοχοι
      γενική του ενόχου των ενόχων
    αιτιατική τον ένοχο τους ενόχους
     κλητική ένοχε ένοχοι
Ως ουσιαστικό κατεβάζει τον τόνο. Δείτε και την κλίση του επίθέτου.
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένοχος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ένοχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ένοχος αρσενικό (θηλυκό ένοχη)

Συγγενικά

επεξεργασία