Ετυμολογία

επεξεργασία
coupable < corpable < λατινική corpabilis < ρίζα culpa

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.pabl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coupable coupables

coupable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία