υπαίτιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπαίτιος | η | υπαίτια | το | υπαίτιο |
γενική | του | υπαίτιου | της | υπαίτιας | του | υπαίτιου |
αιτιατική | τον | υπαίτιο | την | υπαίτια | το | υπαίτιο |
κλητική | υπαίτιε | υπαίτια | υπαίτιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπαίτιοι | οι | υπαίτιες | τα | υπαίτια |
γενική | των | υπαίτιων | των | υπαίτιων | των | υπαίτιων |
αιτιατική | τους | υπαίτιους | τις | υπαίτιες | τα | υπαίτια |
κλητική | υπαίτιοι | υπαίτιες | υπαίτια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπαίτιος < αρχαία ελληνική ὑπαίτιος < ὑπό και αἰτία
Επίθετο
επεξεργασίαυπαίτιος, -α, -ο
- Αυτός που ευθύνεται για κάτι. Χρησιμοποιείται συνήθως με αρνητική έννοια.
- Ο υπαίτιος της καταστροφής.