winny
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαwinny <
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwinny (pl)
- ένοχος
- που χρωστάει (χρήματα ή υποχρέωση), υπόχρεος
- που αναφέρεται ή αφορά το κρασί, του κρασιού
- ocet winny - κρασόξιδο
Κλίση
επεξεργασία Κλίση του επιθέτου winny στα πολωνικά