άψυχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άψυχος < αρχαία ελληνική ἄψυχος < ἀ- + ψυχή
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άψυχος
- που δεν διαθέτει ψυχή, π.χ. η νεκρά φύση, τα αντικείμενα)
- που έχει ξεψυχήσει, είναι νεκρός
- (μεταφορικά) που δεν έχει ζωηράδα, σθένος ή τόλμη