Δείτε επίσης: ἄψυχος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άψυχος η άψυχη το άψυχο
      γενική του άψυχου της άψυχης του άψυχου
    αιτιατική τον άψυχο την άψυχη το άψυχο
     κλητική άψυχε άψυχη άψυχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άψυχοι οι άψυχες τα άψυχα
      γενική των άψυχων των άψυχων των άψυχων
    αιτιατική τους άψυχους τις άψυχες τα άψυχα
     κλητική άψυχοι άψυχες άψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
άψυχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄψυχος (για τη σημασία: που έχει πεθάνει) < ἀ- στερητικό + -ψυχος (ψυχή)

άψυχος

  1. που δε διαθέτει ψυχή, όπως η νεκρά φύση, τα αντικείμενα
  2. που έχει ξεψυχήσει, είναι νεκρός
  3. (μεταφορικά) που δεν έχει ζωηράδα, σθένος ή τόλμη
     συνώνυμα: ξέψυχος
    (γραμματική) χωρίς ψυχή, ζωή, συνήθως για αντικείμενα όπως το τραπέζι, το παράθυρο (σε ορισμένες γλώσσες άψυχα ουσιαστικά διαφέρουν μορφολογικά από τα έμψυχα π.χ. στο αρσενικό γένος στα σλοβακικά)
    π.χ. Mám dobrého lekára (έχω έναν καλό γιατρό) αλλά Mám veľký pohár (έχω ένα μεγάλο ποτήρι)
     αντώνυμα: έμψυχος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία