• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

άψυχος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἄψυχος

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική άψυχος άψυχη άψυχο
γενική άψυχου άψυχης άψυχου
αιτιατική άψυχο άψυχη άψυχο
κλητική άψυχε άψυχη άψυχο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική άψυχοι άψυχες άψυχα
γενική άψυχων άψυχων άψυχων
αιτιατική άψυχους άψυχες άψυχα
κλητική άψυχοι άψυχες άψυχα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άψυχος < αρχαία ελληνική ἄψυχος < ἀ- + ψυχή

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

άψυχος

  1. που δεν διαθέτει ψυχή, π.χ. η νεκρά φύση, τα αντικείμενα)
  2. που έχει ξεψυχήσει, είναι νεκρός
  3. (μεταφορικά) που δεν έχει ζωηράδα, σθένος ή τόλμη

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • άψυχα
  • → δείτε τη λέξη ψυχή

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    άψυχος
  • αγγλικά : lifeless (en)
  • γαλλικά : inanimé (fr)
  • γερμανικά : leblos (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=άψυχος&oldid=4116214"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Οκτωβρίου 2019, στις 15:54

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Οκτωβρίου 2019, στις 15:54.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie