vie
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | vie |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vies |
αόριστος | vied |
παθητική μετοχή | vied |
ενεργητική μετοχή | vying |
Ρήμα
επεξεργασίαvie (en)
Πηγές
επεξεργασία- vie - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 841. ISBN 9780194325684., λήμμα: συναγωνίζομαι
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vie | vies |
vie (fr) θηλυκό
- η ζωή
Συγγενικά
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
via | vie |
vie (it)
- δρόμοι, πληθυντικός αριθμός του via