Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vivant vivants
θηλυκό vivante vivantes

vivant (fr) αρσενικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vivant vivants

vivant (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • de son vivant, κατά τη διάρκεια της ζωής του/της

Συγγενικά

επεξεργασία