vivre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vivre | vivres |
vivre (fr) αρσενικό
- (στον πληθυντικό) τα τρόφιμα
- (παρωχημένο) η ζωή
- (παρωχημένο) η τροφή
ενικός | πληθυντικός |
vivre | vivres |
vivre (fr) αρσενικό