• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

vivre

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ρήμα
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις

Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /vivʁ/
vivre (βοήθεια·αρχείο)

  ΡήμαΕπεξεργασία

vivre (fr)

  1. ζω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
vivre vivres

vivre (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) η ζωή
  2. (παρωχημένο) η τροφή
  3. (στον πληθυντικό) τα τρόφιμα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • vécu - vécue
  • vie
  • vivable
  • vivace
  • vivacité
  • vivant
  • vivant - vivante
  • vivarium
  • vivat
  • vive
  • vivement
  • viveur
  • vivi-
  • vivier
  • vivifiant - vivifiante
  • vivificateur - vivificatrice
  • vivification
  • vivifier
  • vivipare
  • viviparité
  • vivisection
  • vivoir
  • vivoter
  • vivre
  • vivré - vivrée
  • vivrier - vivrière
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=vivre&oldid=4073450"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Αυγούστου 2019, στις 16:05

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Αυγούστου 2019, στις 16:05.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie