Δείτε επίσης: Κατηγορία:Τρόφιμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρόφιμο τα τρόφιμα
      γενική του τροφίμου
τρόφιμου
των τροφίμων
    αιτιατική το τρόφιμο τα τρόφιμα
     κλητική τρόφιμο τρόφιμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

τρόφιμο < ελληνιστική κοινή τρόφιμα (πληθυντικός του τρόφιμον) < ουδέτερο, αρχαία ελληνική τρόφιμος (θρεπτικός)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtɾo.fi.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρό‐φι‐μο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρόφιμο ουδέτερο

  • (συνήθως στον πληθυντικό) οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει τροφή για τον άνθρωπο, ιδιαίτερα ως προϊόν που μπορεί να αγοραστεί, αποθηκευτεί κλπ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

τρόφιμο: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τρόφιμο αρσενικό ή θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία