Δείτε επίσης: Κατηγορία:Τρόφιμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρόφιμο τα τρόφιμα
      γενική του τροφίμου
& τρόφιμου
των τροφίμων
    αιτιατική το τρόφιμο τα τρόφιμα
     κλητική τρόφιμο τρόφιμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρόφιμο ουδέτερο

  • (συνήθως στον πληθυντικό) οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει τροφή για τον άνθρωπο, ιδιαίτερα ως προϊόν που μπορεί να αγοραστεί, αποθηκευτεί κλπ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
τρόφιμο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

τρόφιμο αρσενικό ή θηλυκό

Αναφορές

επεξεργασία