Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τροφίμων αρσενικό ή θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του τρόφιμος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τροφίμων ουδέτερο

  1. γενική πληθυντικού του τρόφιμο