τροφή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τροφή | οι | τροφές |
γενική | της | τροφής | των | τροφών |
αιτιατική | την | τροφή | τις | τροφές |
κλητική | τροφή | τροφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τροφή < αρχαία ελληνική τροφή < τρέφω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τροφή θηλυκό
- ουσία που καταναλώνεται από ένα οργανισμό για να διατηρηθεί αυτός στη ζωή
- οτιδήποτε τρώγεται
- (μεταφορικά) οτιδήποτε συντελεί στην ανάπτυξη κάποιου πράγματος
- Τα βιβλία είναι η τροφή της σκέψης.
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ανατροφή
- ατροφία, ατροφικός
- τρέφομαι
- διατροφή, διατροφικός
- διατροφολόγος
- ευτραφής
- ευτροφικός, ευτροφισμός
- τρόφιμο
- τρόφιμος
- υπερτροφικός