Ετυμολογία

επεξεργασία
τρώω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρώγω με αποβολή του [ɣ] [1]
Ένα παπαγαλάκι τρώει σπόρους.

τρώω και τρώγω, πρτ.: έτρωγα, στ.μέλλ.: θα φάω, αόρ.: έφαγα, παθ.φωνή: τρώγομαι, π.αόρ.: φαγώθηκα, μτχ.π.π.: φαγωμένος

  1. μασώ και καταπίνω τροφή
    παράδειγμα  κάθε φορά που τον συναντώ, τρώει
  2. παίρνω πρωινό, γεύμα ή δείπνο
    παράδειγμα  μην αργήσεις γιατί τρώμε νωρίς
     συνώνυμα: γευματίζω
  3. μου αρέσει το συγκεκριμένο φαγητό
    παράδειγμα  δεν τρώει χοιρινό
  4. χρηματίζομαι, παίρνω χρήματα με παράνομη εκμετάλλευση της θέσης ή της ιδιότητάς μου
  5. (θρησκεία) δε νηστεύω
  6. δαγκώνω ή τσιμπώ
  7. πιστεύω με αφέλεια ό,τι μου λένε
    παράδειγμα  ό,τι του λένε, τα τρώει!
  8. (μεταφορικά) φθείρω, διαβρώνω
    παράδειγμα  σιγά σιγά, η βροχή τρώει την πέτρα
    παράδειγμα  η σκουριά έφαγε την κλειδαριά
  9. επιτίθεμαι, επιδιώκω να βλάψω κάποιον
    παράδειγμα  τον έφαγε η αρρώστια
    παράδειγμα  τον φάγανε μπαμπέσικα (τον σκότωσαν ή τον εξουδετέρωσαν πάντως ως απειλή)
    παράδειγμα  Ε, πάψε πια, μας έφαγες με την πολυλογία σου!
    παράδειγμα  αμάν πια, πάψε να τρώγεσαι με τα ρούχα σου (όλα σου φταίνε, γρινιάζεις)
  10. (μεταφορικά) παραμερίζω, κάνω κάποιον να χάσει τη θέση του
  11. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα χρόνο ή χρήματα
    παράδειγμα  έφαγε όλο του το μισθό στα μπαράκια
  12. αποκτώ παράνομα κάτι που δεν μου ανήκει
    παράδειγμα  έφαγαν πολλά χάρη στη διαπλοκή τους με παράγοντες της κυβέρνησης
  13. δηλωτικό της φαγούρας
    παράδειγμα  με τρώει η πλάτη μου
    παράδειγμα  Μπας και σε τρώει η μύτη σου; (ειρωνικά, ότι πας γυρεύοντας να βρεις το μπελά σου)
  14. δέχομαι σφαλιάρα ή επίθεση με κάποιο αντικείμενο
    παράδειγμα  Έφαγε ένα ποτήρι νερό στο κεφάλι
  15. (στην παθητική φωνή)  δείτε τη λέξη τρώγομαι

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία