τρώω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τρώω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρώγω με αποβολή του [ɣ] [1]

Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈtɾo.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρώ‐ω
Ρήμα
επεξεργασία
τρώω και τρώγω, πρτ.: έτρωγα, στ.μέλλ.: θα φάω, αόρ.: έφαγα, παθ.φωνή: τρώγομαι, π.αόρ.: φαγώθηκα, μτχ.π.π.: φαγωμένος
- μασώ και καταπίνω τροφή
κάθε φορά που τον συναντώ, τρώει
- παίρνω πρωινό, γεύμα ή δείπνο
- μου αρέσει το συγκεκριμένο φαγητό
δεν τρώει χοιρινό
- χρηματίζομαι, παίρνω χρήματα με παράνομη εκμετάλλευση της θέσης ή της ιδιότητάς μου
- (θρησκεία) δε νηστεύω
- δαγκώνω ή τσιμπώ
- πιστεύω με αφέλεια ό,τι μου λένε
ό,τι του λένε, τα τρώει!
- (μεταφορικά) φθείρω, διαβρώνω
σιγά σιγά, η βροχή τρώει την πέτρα
η σκουριά έφαγε την κλειδαριά
- επιτίθεμαι, επιδιώκω να βλάψω κάποιον
τον έφαγε η αρρώστια
τον φάγανε μπαμπέσικα (τον σκότωσαν ή τον εξουδετέρωσαν πάντως ως απειλή)
Ε, πάψε πια, μας έφαγες με την πολυλογία σου!
αμάν πια, πάψε να τρώγεσαι με τα ρούχα σου (όλα σου φταίνε, γρινιάζεις)
- (μεταφορικά) παραμερίζω, κάνω κάποιον να χάσει τη θέση του
- σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα χρόνο ή χρήματα
έφαγε όλο του το μισθό στα μπαράκια
- αποκτώ παράνομα κάτι που δεν μου ανήκει
έφαγαν πολλά χάρη στη διαπλοκή τους με παράγοντες της κυβέρνησης
- δηλωτικό της φαγούρας
με τρώει η πλάτη μου
Μπας και σε τρώει η μύτη σου; (ειρωνικά, ότι πας γυρεύοντας να βρεις το μπελά σου)
- δέχομαι σφαλιάρα ή επίθεση με κάποιο αντικείμενο
Έφαγε ένα ποτήρι νερό στο κεφάλι
- (στην παθητική φωνή) → δείτε τη λέξη τρώγομαι
Εκφράσεις
επεξεργασία→ δείτε και τον αόριστο έφαγα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Κλίση
|
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρώω -φαγητό-
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ τρώω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας